- νεήλατος
- νεήλατος, -ον (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα)α) άλευρα αλεσμένα πρόσφαταβ) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ευήλατος, ψυχρ-ήλατος. Το -η- τού τ. (αντί -έλατος) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.